μεταλλειολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τον εντοπισμό και τη μελέτη των μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
μεταλλειολόγος — ο,η 1.αυτός που ασχολείται με τη μεταλλειολογία 2. μηχανικός μεταλλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλείο + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
Ετέμ πασάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Βεζίρης, ελληνικής καταγωγής (Χίος 1813 – 1893). Σπούδασε μεταλλειολογία στο Παρίσι. Όταν γύρισε στην Τουρκία, διορίστηκε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ και… … Dictionary of Greek
Πρωτοπαπαδάκης — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών. 1. Αριστείδης (Αθήνα 1903 – 1966). Έλληνας πολιτικός. Γιος του Πέτρου, σπούδασε (1921 29) ναυπηγός στο Βερολίνο και πολιτεύτηκε πρώτη φορά το 1932. Εξελέγη 13 φορές βουλευτής, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (1935 61)… … Dictionary of Greek